- τελεσσίφρων
- και τελεσίφρων, -ονος, ό, ἡ, Α1. (ιδίως για την θεά Εκδίκηση) αυτός που πραγματοποιεί τα σχέδιά του, που εκπληρώνει τις προθέσεις του2. πιθ. (για τη θεά Μνήμη) αυτός που τελειοποιεί τις πνευματικές δυνάμεις τού ανθρώπου («Μνήμης τελεσίφρονος υἱὲ μέγιστε», πάπ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού τέλος* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. θελξί-φρων, με διπλασιασμό τού -σ- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].
Dictionary of Greek. 2013.